|
το вопль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вопль? — ρέκασμα как с (ново)греческого переводится слово ρέκασμα? — вопль — γόρδιος — ανασκουμπώνω — μάζεμα — αγραμματοσύνη — αφορμή — πηδαλιουχούμενος — σκωληκοειδίτιδα — Αικατερίνμπουργκ — έννατος — αναλώσιμος — τσέτσικας — οινοπνευμάτωση — ζαγάρι — δημοκρατία — ανθρωποειδής — θέρμη — τζαμί — σβάρνισμα — τελικά — γνεθολογώ — φώναγμα |
|||