|
το объятие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово объятие? — εναγκάλισμα как с (ново)греческого переводится слово εναγκάλισμα? — объятие — κόπτης — χειραφετικός — ειρωνευτικός — τηκτικός — χρήζω — βλαστίδιο — πέμπω — αναβατός — γλινιασμένος — ιρίδιο — πτυχώνω — βιβλιοχαρτοπωλείο — φραγγέλιο — τροπολογώ — οξύφυλλος — μεταποιητός — εισπηδώ — πρέζα — τσάϊ — ψυχοπνευματικά — τηκτός |
|||