|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καταστίζω? — — ωσάν — πιτσιλιά — κτηνασφάλεια — σαλονίτικος — καλή — ξέσκισμα — κερνώ — αρχαιοδίφης — εξοπλιστής — πεισματάρικος — χερσοτόπι — ανερωτώ — ελάφιον — διακορευτικός — οστρακόδερμος — αγκιστρώδης — χαρτοπετσέτα — έγκαιρος — πνευμονορραγία — αναποζημίωτος — νταουλιάζω |
|||