|
уточнённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уточнённый? — απηκριβωμένος как с (ново)греческого переводится слово απηκριβωμένος? — уточнённый — αεροβασία — λιανοτρέμω — τραγούδημα — εμπειριαρχία — πλάϊ — κλαυτός — αρσενικισμός — ταχυπλοώ — ανάλυση — ανίερος — χοιροτροφείο — αλοπλαγκτόν — ενούρησις — δυσμαί — τρομακτικά — συγκρούω — εξάμηνος — βαρέλα — έπαε — ενδοκυτταρικός — μακρόπους |
|||