|
η корма (судна); ανακρούω ~ν — а) уходить в противоположном направлении; б) идти на попятный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корма? — πρύμνη как с (ново)греческого переводится слово πρύμνη? — корма — μπορντούρα — αστυνόμευση — μονόχνοτος — εγκοινωνισμός — δίζυγος — συλλαβιστά — αφθονών — σκουντούφλιασμα — υδατοστρόβιλος — μυασθένεια — γέμω — σκουληκαντέρα — παρθενιά — λανθάνω — συνοπτικός — πεσιμιστικός — ευθαρσής — απογευματινή — φεγγαροβραδιά — ξεμαλλιάρης — ταχύτατα |
|||