|
το лавка, ларёк, магазинчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лавка? — μικρομάγαζο как на (ново)греческом будет слово ларёк? — μικρομάγαζο как на (ново)греческом будет слово магазинчик? — μικρομάγαζο как с (ново)греческого переводится слово μικρομάγαζο? — лавка, ларёк, магазинчик — τσαντίλα — καμινέτο — αμφιρρέπεια — σκιτσογράφος — βιοψυχολογία — εκκαθάριση — μισοσαράκοστο — διαξυλώ — επιταγή — φεγγαροκυρά — διειδής — χαρτοποιείο — κοντοπόδαρος — αντιθεός — πατομπούκαλο — μετοχιάριος — λυρισμός — μετάβαση — παλλακεία — εκφώνημα — στενοχωρώ |
|||