Новогреческий словарь
δουλεμπορικό
δουλεμπορικό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δουλεμπορικό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σταθεροθερμία
—
χαμαιτυπείο
—
δακρυρρόη
—
σταχυολόγηση
—
χημιοσύνθεση
—
ερευνημένος
—
θιός
—
καραμπινάτα
—
φορμαρισμένος
—
επόπτης
—
χρυσούχος
—
ντουφεκίδι
—
άμελος
—
αποφοσισμένος
—
απούλητος
—
ουράνια
—
μουσουνίζω
—
χυδαιολόγος
—
λιπασμός
—
βιοψυχολογία
—
μαλλωτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,