|
η 1) строительное искусство; 2) геол. тектоника #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово строительное искусство? — τεκτονική как на (ново)греческом будет слово тектоника? — τεκτονική как с (ново)греческого переводится слово τεκτονική? — строительное искусство, тектоника — σκορπιστός — συνάντηση — στολισμός — στερώ — αλατοφόρος — καταστροφισμός — αφού — ασυγύριστος — γκραβορίτης — εγκωμιαστικός — κεί — γλωσσοπέδη — παραμελούμενος — ναυλοτιμαριθμοποίηση — πεντάπρακτος — ξέφωτο — λιθογνώμων — τηλεγράφημα — ασυνεχής — πλισσές — σπουδαγμένος |
|||