Новогреческий словарь
υδρόφοβος
υδρόφοβ|ος
мед.
страдающий водобоязнью
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
страдающий водобоязнью
? —
υδρόφοβος
как с
(ново)греческого
переводится слово
υδρόφοβος
? — страдающий водобоязнью
#
(ново)греческий словарь
—
χρηματοοικονομικός
—
τσατίζομαι
—
ερασιτεχνισμός
—
ειδωλολατρία
—
πενηντάδραχμο
—
δουλίτσα
—
αγονάτιαστος
—
πομπός
—
προσποιούμαι
—
ερανιστικός
—
κρεμαστήρα
—
γραφίδα
—
βανίλλια
—
αναδιψία
—
γαστρεντερικός
—
ομωνυμία
—
δρομοκόπος
—
μαζώνομαι
—
εξώνητος
—
ατμοκινητήρας
—
σκέρτσο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве