Новогреческий словарь
επιστράτευση
επιστράτευση
η
мобилизация
;
~ γενική (μερική) — всеобщая (частичная) мобилизация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мобилизация
? —
επιστράτευση
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιστράτευση
? — мобилизация
#
(ново)греческий словарь
—
εξώδερμα
—
γαλάζιο
—
μουστακαλής
—
υποστρώνω
—
εξαρχος
—
μεθορμίζομαι
—
προθυμοποιούμαι
—
αστίατρος
—
αβάντσα
—
μπέδουκλο
—
ξερόβρυση
—
διασυμμαχικός
—
μακρόφυλλος
—
καφενεδάκι
—
ταχεία
—
μαργιόλικος
—
διφθεροποιός
—
εγγύς
—
σκάρτος
—
χαμοβλέπω
—
δαρβινισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω