|
η мобилизация; ~ γενική (μερική) — всеобщая (частичная) мобилизация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мобилизация? — επιστράτευση как с (ново)греческого переводится слово επιστράτευση? — мобилизация — μητραλοίας — συνομιλήτρια — αντιδικαστικός — δισεγγόνι — μαδριγάλιον — πλεξίδα — αρμογή — πνευμονοπλευρίτιδα — αποστρογγυλώνω — ενδοθι — πηγή — ελοφράδα — δέτης — αντιφωτίζω — μαλλιοτραβώ — ξαναγκάζομαι — σόδιασμα — πρωτοβγάζω — ξεχειλίζω — διανθής — αμφιετηρίδα |
|||