Новогреческий словарь
εργόμετρον
εργόμετρον
το физиол.
эргограф
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эргограф
? —
εργόμετρον
как с
(ново)греческого
переводится слово
εργόμετρον
? — эргограф
#
(ново)греческий словарь
—
μπαρμπεριό
—
πρύμνα
—
ρυζόγαλο
—
ψηλός
—
δείλινίζω
—
πυροτεχνική
—
ελεεινολογώ
—
κυλιούμαι
—
ερυθρόμορφος
—
συγκεκριμενοποιούμαι
—
άκανθα
—
αδυνάμωτος
—
σουρούπωμα
—
ουρανόραμα
—
απεμπολήση
—
στερεώνομαι
—
μακρόκοσμος
—
προβάτειος
—
αναγνωσιμότητα
—
παλιρροιόμετρο
—
δρυοκολάπτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве