|
1) сетчатый; ~όν φίλτρον — сетчатый фильтр; 2) решётчатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сетчатый? — δικτυωτός как на (ново)греческом будет слово решётчатый? — δικτυωτός как с (ново)греческого переводится слово δικτυωτός? — сетчатый, решётчатый — χάρακας — σπερμολογία — αλκαλιούχος — χειμερία — κόρνερ — αγριοπόταμο — ποιοτικός — ψυχοφυσιολογία — κουκουβίζω — διαιτησία — αποταμίευμο — κρετσέντο — αφλεγής — αερομάχος — ξεπερνιέμαι — περικείμενος — δίμηνος — σκληραγωγικός — καθετηριασμός — διαιώνιση — κατάρρευση |
|||