|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοντόσταβλος? — — αναπληρωματικός — αμετροφαγία — δηλητηριώδης — λέσι — κουμπωμένος — λαγκαδότοπος — αντιπυροβόλησις — αστάχωτος — άγνοια — αισθητήριος — κατάπτυστος — ελατόδασος — κατηγορώντας — βελτιούμαι — άκωπος — συνεργάτιδα — παραχρήμα — κοίλανση — ναζάκι — διαφεύγω — γλύκανση |
|||