|
αόρ. от ενοικίζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενώκισα? — — δενδροκομία — ξίδιασμα — αυτοκινητάμαξα — απαρχή — ούτω — βουτσί — ανήσκιωτος — κυλόττα — επέστην — ιππάριον — ασωφρόνιστος — αρσάκειον — αδιάστροφος — διαλάληση — αρχοντεύω — λαιμητόμος — προεικασία — χαμαιζηλία — ιστοριογραφία — υπεραισθητός — περιτέμνω |
|||