|
η уха, рыбный суп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уха? — ψαρόσουπα как на (ново)греческом будет слово рыбный суп? — ψαρόσουπα как с (ново)греческого переводится слово ψαρόσουπα? — уха, рыбный суп — αποκρουστικός — γρετίδικος — απαντοχή — ζευγολατιό — ισπανική — λιθανθρακωρυχείο — κρημνός — γυναικούλης — επιστύλιο — γελασίναι — εξάκωπος — θηρεύω — μαντεμένιος — ψηφοθέτηση — ζωαμίναι — κυλινδροπίστονο — ακάνθινος — αβασταγή — φασιστοειδής — δωδεκαωρία — αλευράδικο |
|||