Новогреческий словарь
παρεντίθεμαι
παρεντίθεμαι
вклиниваться
;
===
παρενεβλήθησαν από τότε πολλά γεγονότα — с тех пор произошло много событий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вклиниваться
? —
παρεντίθεμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρεντίθεμαι
? — вклиниваться
#
(ново)греческий словарь
—
ανακουφιστικός
—
αριότριχος
—
γρανίτινος
—
απειρόμορφος
—
συμπίληση
—
βουρκολακιάζω
—
μεσπιλιά
—
σηματοφόρος
—
διεθνοποιώ
—
ακόρδο
—
χρηματοφυλάκιο
—
ομοιοπάθεια
—
λοχεία
—
ξυλαρμογή
—
ισχιακός
—
βιβλιολογικός
—
σταλίδα
—
επικρέμαμαι
—
απρόσμενο
—
ελαφόκερας
—
πεταχτάρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω