Новогреческий словарь
παρεντίθεμαι
παρεντίθεμαι
вклиниваться
;
===
παρενεβλήθησαν από τότε πολλά γεγονότα — с тех пор произошло много событий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вклиниваться
? —
παρεντίθεμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρεντίθεμαι
? — вклиниваться
#
(ново)греческий словарь
—
στοργικός
—
εξαθλιωμένος
—
καντιανός
—
ουρανός
—
κατσικίσιος
—
περιγέλαστος
—
λανθάνω
—
καθέλκυση
—
μονομερής
—
βοδινός
—
πολύφωτος
—
αξαδέρφη
—
ρουτινιέρης
—
θηροφύλακας
—
κουβάς
—
επιλέμβιος
—
ενδιαφέρω
—
Δωρόθεος
—
οστριασορόκος
—
ερυθρομέλας
—
ακόμη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве