|
вклиниваться; === παρενεβλήθησαν από τότε πολλά γεγονότα — с тех пор произошло много событий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вклиниваться? — παρεντίθεμαι как с (ново)греческого переводится слово παρεντίθεμαι? — вклиниваться — χώσιμο — λιθόστρωση — τετράστιχο — Θ — βορεινός — συνεκδοχή — αρμόζων — μικροκλιματολογία — ανεμόσαρκος — άλκιμος — υετός — επιεικής — επιδένω — καλλιέργεια — μεσιάζω — υπάρχω — σταλίδωμα — υπνογονία — φθισιώ — κουρούπι — μπριλλαντίνη |
|||