|
το рубанок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рубанок? — ροκάνι как с (ново)греческого переводится слово ροκάνι? — рубанок — ασκύλευτος — βαλτός — λειψανάβατος — βακτηριοθεραπεία — δουτιά — συντηρητισμός — αλματωδώς — γιδοκοπόπι — καταμαρτυρώ — δικαιολογιέμαι — δρόσισμα — πάρεση — μισουρανίς — φουμιστός — υποτείνουσα — απολυτρωτής — διαπραγματευτικός — σκουλαμέντο — ξεθαρρεμός — βραδύτητα — βουλγάρικα |
|||