|
вспоминать, припоминать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вспоминать? — αναμιμνήσκομαι как на (ново)греческом будет слово припоминать? — αναμιμνήσκομαι как с (ново)греческого переводится слово αναμιμνήσκομαι? — вспоминать, припоминать — αναλογικά — ματισιά — εμπρός — συκολογω — γορίλλας — διευθετήσιμος — διαθέσιμος — εκπωματιστήρας — αντιρρίμι — λαθροχειρίζω — εσσέντζα — δοξαστής — βαλμάς — νεφοσκεπής — αναρμάτωτος — ελαιόμετρον — υάκινθος — πρωτοβάζω — σκουράντζος — ανεγνώριστος — δακτυλιδένιος |
|||