|
дрожащий (от страха, холода и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дрожащий? — τρεμουλιάρικο как с (ново)греческого переводится слово τρεμουλιάρικο? — дрожащий — σκοτίζω — φταίχτης — απαίρω — βιβλιοθήρας — σημαιοφόρος — περιορισμός — συμφωνημένος — επαναδραστηριοποίηση — απανωγράφω — νήτικο — ευμελής — αφτόπονος — κράσπεδο — ενδοκαρδίτις — τιμαριώτης — κόκκος — φασιστικά — καντιανός — ακτινοειδής — δελτάριο — τορευτική |
|||