|
скреплять болтами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скреплять болтами? — βλητρω как с (ново)греческого переводится слово βλητρω? — скреплять болтами — πρόσκτηση — δροσόλουστος — θυμώνω — κουρντιστήρι — καλαφατίζω — αστόλιστος — βράση — λιγδερός — συμπάθεία — αιμοληψία — λυχνοπέτης — ταραγμένος — οστεοπόρωση — θαλασσομάνα — χερσόνησος — ακροσύρτης — διχοστασία — Ιάπων — φουλμινάτο — ρήση — αλκάλωσις |
|||