|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνωμοτικώς? — — νόθευμα — αναχορήγηση — προαποστολή — έγχυσις — εξυπνοπούλι — νομισματολογικά — εξισώνω — άθελα — ευσυγκινησία — διατριβογράφος — δήλωση — χορήγημα — αποτροπιασμός — κρυολόγημα — άλουτρος — αμαξάς — γαλάκτωση — εγχυματογενής — λεμφοπενία — ξιφίδιο — ωκεανολόγος |
|||