|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνωμοτικώς? — — επάργυρος — οινοπνευματόμετρο — αεριοπαραγωγός — κτίσιμο — πολλαπλάσιος — ανδρογένεια — εμβρυο — δακρυϊκός — γλυκοσαλιάρης — βούρτσισμα — εντομοβριθής — ομβρέλλα — αυτοπεριορισμός — ρηγάτο — σκατοφάγος — κουζινιέρα — ξεροψήσιμο — ενδοκαρδίτιδα — μακαριστός — εντατικοποίηση — καλαμπουριστής |
|||