Новогреческий словарь
οντολογικώς
οντολογικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
οντολογικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σύναμα
—
πεντάδιπλος
—
θεϊκός
—
πάλιν
—
πετροσέλινο
—
γλωσσογνωσία
—
γλύφω
—
νοθογενής
—
κρυπτός
—
εγωλάτρις
—
τρεχούμενος
—
σαιξπηριστής
—
ψώλος
—
λιγούλι
—
ωτορινικός
—
κουδουνιστός
—
οποσοσδήποτε
—
εξοβελίζομαι
—
ερωτοκτυπημένος
—
ταχυποδία
—
εξόγκωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве