|
το парапет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парапет? — παραπέτο как с (ново)греческого переводится слово παραπέτο? — парапет — μεταλακτήρας — δικονομία — σπορίσματα — ισχιαλγώ — γυμνός — προκάρδιος — αυτομαστίγωση — θραύση — χαροκαίομαι — βαρυοσμία — ταξιτζού — σουσάμι — ογδόη — ποδηλασία — οπλοβομβιστής — ηλεκτροπαραγωγός — μονόχορδος — σιδηρόφρακτος — άχνουδος — αλαργινά — μαζωχτής |
|||