|
1. лилипутский; 2. (о) лилипут #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лилипутский? — λιλλιπούτειος как на (ново)греческом будет слово лилипут? — λιλλιπούτειος как с (ново)греческого переводится слово λιλλιπούτειος? — лилипутский, лилипут — ράβδωση — αγγειογραφία — έγκριτος — αποψιλώνω — νεροκράτης — βληχηθμός — καταχώνομαι — εγκεφαλοσάρκωμα — ατσαλώνομαι — επανάψυξη — μυριστικά — διπλοκακορροίζικος — αραχνοΰφαντος — ποπός — προσωπάρχης — άμυλο — βάτραχος — καταπτύω — μεσόστυλο — μαρξισμός — μελανίνη |
|||