Новогреческий словарь
ξεκίνημα
ξεκίνημα
το 1)
отправление
(в путь);
2)
старт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отправление
? —
ξεκίνημα
как на
(ново)греческом
будет слово
старт
? —
ξεκίνημα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεκίνημα
? — отправление, старт
#
(ново)греческий словарь
—
γειτονικός
—
ξένος
—
στενοχωριούμαι
—
αναφρούμασμα
—
ασυμφωνία
—
κομματικότητα
—
εξελίσσομαι
—
αντιμετριέμαι
—
τιμούμαι
—
συρροή
—
ξεθωριασμένος
—
ψωμάδαινα
—
αγόγγυστος
—
απόδιπλα
—
καταρχήν
—
ωτοακαρίαση
—
καλαμπουρτζής
—
προκαταβολικά
—
αρτοπαρασκευαστής
—
ψωμίζομαι
—
αναλλαξιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве