|
το 1) отправление (в путь); 2) старт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отправление? — ξεκίνημα как на (ново)греческом будет слово старт? — ξεκίνημα как с (ново)греческого переводится слово ξεκίνημα? — отправление, старт — μοναχισμός — αυτομάθεια — ασκαλαβώτης — αμπελουργός — ψαροκάικο — έφαλση — κεφαλάρι — περιστροφικός — αδικοπραγία — λιβαδερό — αμακατζίδικος — αλιάετος — αεροτορπίλλη — κοοδουνίζω — μακρόπους — ζανταλώνομαι — φάσκελο — ξεναγούμενος — ξυλόσφυρο — αφορτος — γναφείο |
|||