|
(αόρ. (ε)κατάχωσα и κατέχωσα, παθ. αόρ. καταχώστηκα κατεχώσθην ) зарывать, закапывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зарывать? — καταχώνω как на (ново)греческом будет слово закапывать? — καταχώνω как с (ново)греческого переводится слово καταχώνω? — зарывать, закапывать — καταζήτηση — συννεφιάζω — επουρίζω — εξομολόγηση — βδελυγμός — ιεραποστολικός — εγγύθεν — δυσαρέστηση — σωκρατικός — περίπτερο — επιδετικός — ανευσεβάστως — καρφιτσώνομαι — απερήμωση — εκπολιτίζω — άμισθος — προθέρμανση — βαλσαμίτις — ζεστά — πρωτόπαθος — ελληνόγλωσσος |
|||