|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καταπληκτικά? — — καταρρίπτω — κιργίσιος — αποστόμωση — γρέκι — προφυλακτικός — ξελέω — φιμώνω — αρνοτόμαρο — αναβάσιμος — συγγράφω — πεντηκοστιανοί — ξεψαρώνω — καυχησιολόγος — θρεφτάρι — στομαχοδυνία — τριγυρνώ — ερωτοτροπία — διακόρευση — γλυκοπαρηγοριά — βαγονέττο — κυνικότης |
|||