Новогреческий словарь
επήγαγον
επήγαγον
αόρ. от επάγω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επήγαγον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κεπέγκι
—
αλλόφωτος
—
επαναστρέψιμος
—
Ο
—
ευχάριστος
—
σιγαροποιός
—
περιτροπή
—
αγουρογεράζω
—
εσώτοτος
—
γδυτός
—
κλαδωτός
—
αναδημιουργικά
—
απανωβάνω
—
νάρθηκας
—
στρίγγλικος
—
κενότητα
—
μακροχρόνιος
—
εξοπλισμός
—
καβαλητός
—
ασφάλιστρο
—
αλληλενέργεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве