|
(αόρ. σαλτάρισα) прыгать; скакать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прыгать? — σαλτάρω как на (ново)греческом будет слово скакать? — σαλτάρω как с (ново)греческого переводится слово σαλτάρω? — прыгать, скакать — κεραμιδοκόμματο — χωμάτινος — κρεσέντο — αλατοπήγιο — απογεύομαι — διαπνοή — τροφεία — εγκάρσια — απαραγνώριστος — χαρχάλι — περίσχεσις — κοτρώνι — ζυμοτεχνικά — σημαιοφόρος — χιμάω — γαλβανοπλαστική — φυτρώνω — ρυπαντικά — ταξινόμηση — ξεσαβουρώνω — αφατρίαστος |
|||