|
(-υγος) ο, η беженец, эмигрант; πολιτικός ~ — политэмигрант; επαναπατρισμός τών ~ύγων — репатриация (полит)эмигрантов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беженец? — πρόσφυξ как на (ново)греческом будет слово эмигрант? — πρόσφυξ как с (ново)греческого переводится слово πρόσφυξ? — беженец, эмигрант — αυτοβδελυγμία — επιτήδευση — πλειστάκις — στηλιτευτής — αδαμαντοκολλητός — ανόμοιος — ευρυχωρία — ισόσταθμος — καρούλι — άψηστος — λεοπάρδαλη — ξολοκάρφι — μοχθηρότητα — έκπτωση — αποτελεσματικός — άκρατος — άλικος — φασολάδα — ιντερμέτζο — ακούρσευτος — χηνάρης |
|||