Новогреческий словарь
ντόκ
ντόκ
το
док
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
док
? —
ντόκ
как с
(ново)греческого
переводится слово
ντόκ
? — док
#
(ново)греческий словарь
—
κανναβωτόν
—
βοτανική
—
ομιλητικώς
—
μέλαινα
—
αναρχιστικός
—
επιφώνηση
—
βρυκολάκιασμα
—
αβολιά
—
δεοντολογία
—
φαινομενοκρατία
—
αλφαδιασμένος
—
μελλέτι
—
ξελαγαρίζω
—
δικαστηριακός
—
εξοδεύω
—
απόπιομα
—
πριάπειος
—
εμπόρευμα
—
κούφαμα
—
αναγράφω
—
ανακατάληψη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве