|
αόρ. от κλαίω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έκλαψα? — — αυγουλάτο — παιχνιδάκι — σκολόπακος — οινοχόος — πήγμα — αρπακτικός — ταλαντευτικός — συμφιλία — γραῒδιο — ημιψυγής — εξωκοινοβουλευτικός — βιομηχανοποίηση — φάκελο — ατσαλιά — κανονάρχης — διανεμήτρια — λαβυρινθίτις — βλεφαριδικός — εξίτηλος — πρόκομμα — σταυροκοπιέμαι |
|||