έκλαψα

формы словаβ
έκλαψα
αόρ. от κλαίω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово έκλαψα? —


αυγουλάτοπαιχνιδάκισκολόπακοςοινοχόοςπήγμααρπακτικόςταλαντευτικόςσυμφιλίαγραῒδιοημιψυγήςεξωκοινοβουλευτικόςβιομηχανοποίησηφάκελοατσαλιάκανονάρχηςδιανεμήτριαλαβυρινθίτιςβλεφαριδικόςεξίτηλοςπρόκομμασταυροκοπιέμαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit