|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσικνουδόσουπα? — — επινοώ — Τούρκος — αυτόνομον — ρητορικώς — ανακριβής — απροθυμοποίητος — απολέπισμα — θεατροφιλία — αρχι- — επακτή — κλαίομαι — εναποθήκευσις — εξόμετρο — διατομή — παραζεσταίνω — προφύσιον — παροικώ — ανήκεστος — πικραμυγδαλόλαδο — θεώρηση — πρόρρηση |
|||