|
1) простирающийся в длину; 2) продольный; ~ τομή — продольный разрез #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово простирающийся в длину? — διαμήκης как на (ново)греческом будет слово продольный? — διαμήκης как с (ново)греческого переводится слово διαμήκης? — простирающийся в длину, продольный — ταβανώνω — θαλασσομαχία — κοινωφελής — λαμπριάτικα — ζιμπούλι — γεννητορικός — αμαξωτός — ηθογράφηση — ερημοδικώ — ρεβιζιονιστικός — ψυχοκοινωνιολογικός — υδροχόη — παρακινητής — πλειοψηφία — βερίκοκκο — φτ(ε)ιάνω — αποκρίνομαι — ιδιοκτησιακός — συμμεσιακάτορας — τσιλημπούρδισμα — θαλασσασφάλεια |
|||