Новогреческий словарь
δοθιήν
δοθιήν
(-τίνος) ο
чирей, фурункул
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чирей
? —
δοθιήν
как на
(ново)греческом
будет слово
фурункул
? —
δοθιήν
как с
(ново)греческого
переводится слово
δοθιήν
? — чирей, фурункул
#
(ново)греческий словарь
—
αστροδίαιτος
—
εναερίως
—
τρακ
—
σχοινοσύντροφος
—
απιοειδής
—
τευτονικός
—
σέλλωμα
—
εκθάμβωση
—
πασχάζω
—
γραμματιστής
—
αντιπροβάλλω
—
αποκορυφώνω
—
αρβυλο
—
συγκαίω
—
φετφάς
—
κορδελλάς
—
βασάνισμα
—
δρομικός
—
νεοκαντιανισμός
—
χιλιετηρίδα
—
πατσίτσες
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω