|
не тронутый лесорубом (о лесе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не тронутый лесорубом? — αξύλευτος как с (ново)греческого переводится слово αξύλευτος? — не тронутый лесорубом — συνεννοούμαι — εξοπλίζομαι — πρωτοφανήσιμος — αναπτύσσω — φωταέριο — υπότροφος — μεγαλήγορος — αποσταθεροποιώ — οικοτροφείο — ναυτοδίκης — καταδρομεύς — λεπτολόγία — μερισματαπόδειξη — μονοκέρατος — απάντρευτος — νερόλακκος — κοντραμπατζής — μολυβδοσφράγιστος — σταδιομετρία — αντιπροσαγόρευσις — αντίον |
|||