Новогреческий словарь
στυτικός
στυτικός
возбуждающий эрекцию
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
возбуждающий эрекцию
? —
στυτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
στυτικός
? — возбуждающий эрекцию
#
(ново)греческий словарь
—
τέρψη
—
δικαιοδόχος
—
λαϊκότροπος
—
αμμοχαλικοστρωμένος
—
ιδιοποιούμαι
—
μονάκριβος
—
ηλεκτροστατική
—
ανατολή
—
ξεκοκκαλιάζω
—
μαυραδάκι
—
σφετεριστής
—
λεφτουδάκια
—
μπουμπάρι
—
ανασκούμπωμα
—
ωλένη
—
επίπλους
—
θεσμοδότης
—
παραφορά
—
ελληνολάτρης
—
ομοιοτέλευτος
—
φασματογράφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω