|
освистывать; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово освистывать? — γιουχαρίζω как с (ново)греческого переводится слово γιουχαρίζω? — освистывать — κουρελιάρης — βεβαιώνω — χωριάτης — συνδικαλιστικός — στρατολογώ — κρανέα — ασκούφωτος — αντιπαραλληλισμός — εύσημο — αδιαπτώτως — φιδογλωσσού — λαθροϋλοτόμος — αγκαθάκι — αμάλλιαγος — παραβίαση — χρηστομάθεια — ξακολουθώ — ειρηνιστής — βαμβακοφυτεία — έμφυλλος — περουβιανός |
|||