Новогреческий словарь
γιουχαρίζω
γιουχαρίζω
освистывать
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
освистывать
? —
γιουχαρίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
γιουχαρίζω
? — освистывать
#
(ново)греческий словарь
—
μονά
—
καθυστερώ
—
βαθρακοκοίλης
—
προσηγορία
—
εύκαιρος
—
ημάς
—
ψάθη
—
λουφατζής
—
τερματισμός
—
χαρτόσημο
—
διαπεραστικός
—
πουπουλένιος
—
ανάρμενος
—
παραποιημένος
—
πλημμελειοδικείο
—
διμηνίτισσα
—
εκλεκτικίστρια
—
ένιοι
—
αστικός
—
γλυκοβύζαστος
—
καταλογιστός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве