|
η смертность; η ~ τής βρεφικής ηλικίας — смертность детей, детская смертность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смертность? — θνησιμότητα как с (ново)греческого переводится слово θνησιμότητα? — смертность — χρωματίνη — ρέψιμο — φουρνάρισσα — φιλιωτής — ολιγόμυαλος — βρύχημα — κολλητά — επιστρώνω — ενορία — σφενδόνισις — αμπόλιαστος — χωριανός — ρωπικός — άκλωνος — ξεροφαγία — δημοκοπώ — χωριατοσύνη — εξαντλητός — κουκέττα — κατακράτηση — κούρσα |
|||