Новогреческий словарь
αποφθέγγομαι
αποφθέγγομαι
авторитетно заявлять; изрекать
(ирон.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
авторитетно заявлять
? —
αποφθέγγομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
изрекать
? —
αποφθέγγομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποφθέγγομαι
? — авторитетно заявлять, изрекать
#
(ново)греческий словарь
—
αποπωματίζω
—
ανισομερώς
—
χιουμοριστής
—
ψαμμόφιλος
—
χορεύτρια
—
τιμοκατάλογος
—
μεταλλεύω
—
απογεματινά
—
αυλοθεράπων
—
αστυφύλακας
—
φαρμακοποιός
—
χαλκογραφώ
—
διάρμισμα
—
νερομπούκαλο
—
βελόνα
—
μασημένος
—
μεγαλούτσικος
—
πριάπειος
—
αξεφλούδιαστος
—
τζογαδόρος
—
αυτοπειθαρχία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,