|
божий, божеский; божественный (тж. перен.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово божий? — θεοτικός как на (ново)греческом будет слово божеский? — θεοτικός как на (ново)греческом будет слово божественный? — θεοτικός как с (ново)греческого переводится слово θεοτικός? — божий, божеский, божественный — απόγιορτα — γλυκοτραγουδισμένος — τραγωδία — φανφάρα — φύση — ακατάλυτα — βερεμιάζω — γιούλης — επιχειρηματολογία — υπωρόφιος — κλαρινέτο — γραμμοποίκιλτος — γλέπω — ιερατικός — καταπέτασμα — μητριαρχικός — σπιτάλιο — αναπαραγωγή — τιτλοφορούμενος — εκλεξιμότητα — ξεβράκωτος |
|||