|
гигроскопический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гигроскопический? — υγροσκοπικός как с (ново)греческого переводится слово υγροσκοπικός? — гигроскопический — παιδοψυχολογικός — πεντακοσιοστός — ανεπίγνωστος — χειραφετικός — πανσπερμία — τσέργα — σίτιση — γενεαλογία — δυσκρασία — ασημόνερο — κλωστική — τριίστιος — δονητής — χολοστεαρόλη — κορμί — ουλαμαγός — τοσούλης — αντιχαιρετώ — κάδρο — στιλβωτικός — ξεπαραδιάζομαι |
|||