|
αιτιατ. мн.ч. от ο и αυτός #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τους? — — ασπρόχωμα — ραδιογωνιομέτρηση — τσαρισμός — εννεακόσιοι — μυριοστός — παπαδοπούλα — ενεστώς — ανθόκλαρο — ενθεματίζω — πεθυμώ — μπετονόπροκα — αλούπι — μάϊδε — ευμετάβολος — παραμελημένος — όχτος — βαθύφωνον — βαριούχος — μεθοκόπι — μάννα — μετάκλησις |
|||