|
το антикварный магазин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово антикварный магазин? — αρχαιοπωλείο как с (ново)греческого переводится слово αρχαιοπωλείο? — антикварный магазин — σφίγγομαι — μαχητικο — υποβολείο — αποστάξιμος — μετριαστικός — κωλομπινές — επιστέγαση — σπογγαλιείας — χαμηλός — θυρόφυλλο — καμπυλωτός — νεφέλιο — λυγίζομαι — γλωσσού — γιορτολόγιο — σαλβάρι — βαλλιστικός — εναρβρώνω — μόριο — ημιανοψία — εκφαίνω |
|||