Новогреческий словарь
ρύζι
ρύζι
το
рис
;
===
βράσε ~ — [phrase]ничего не попишешь; всё пропало; плюнь на это[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рис
? —
ρύζι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρύζι
? — рис
#
(ново)греческий словарь
—
κατευθείαν
—
άπλωμα
—
ραπανάκι
—
αναρχιστικός
—
παρετυμολογικά
—
προανάφλεξη
—
συμβάλλων
—
αστένωτος
—
αλληλογραφώ
—
μύδρος
—
γκρεκιάζω
—
αμύθητος
—
ευημερών
—
επιστολογραφία
—
μικροβιολοσία
—
βαπίτη
—
ένζυγος
—
ενδόξως
—
αλατογόνος
—
λαδάδικο
—
κάλυψη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве