|
η цепь, цепочка (для часов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цепь? — καδένα как на (ново)греческом будет слово цепочка? — καδένα как с (ново)греческого переводится слово καδένα? — цепь, цепочка — διαιτολόγιο — γαλακτοπαραγωγός — νεοφασίστας — καυσαλίδα — δυτικώς — φίς — οστεϊχθύες — ζηλότυπος — υδρογραφία — οκτάπους — γενικός — κόστος — λαλούμενα — χοληστερόλη — άθελος — φημίζομαι — ροζακί — σφαιρίζω — συνομοσπονδιακός — ασαφής — τζίγκος |
|||