|
το 1) лук; 2) луковица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лук? — κρόμμυον как на (ново)греческом будет слово луковица? — κρόμμυον как с (ново)греческого переводится слово κρόμμυον? — лук, луковица — ψαροντουφεκάς — ουρογεννητικός — ένσταση — μοιρολατρία — εγγίζω — κλασσικός — φωτομοντάζ — ξεκακίζω — σκάφη — ευαρέστηση — αεροαποβατικός — ξύγκι — πάω — δέξιμο — αττικός — οροσημαίνω — απωθητικότητα — αισθητός — μικροβατικός — μαλτόζη — υποβαστάζω |
|||