|
мощённый камнем #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мощённый камнем? — λιθόστρωτος как с (ново)греческого переводится слово λιθόστρωτος? — мощённый камнем — αναφέρομαι — ξηροφαγία — ευφορικά — αποσκίρτηση — χρηματίζω — άπνους — φτύσμα — ημερονύκτιος — ανεμοδείχτης — καρδιοπονώ — εγκαινίασμα — γαιοκτήτης — ανθοδέτης — τρίμορφος — αμαρτύρητος — υπέρλομπρος — ταραχτικός — πιδεξιότητα — αντεφορμώ — ενυπόστατος — διαβολάκος |
|||