|
, ~ία, ~ιά η 1) утешение; 2) ночёвка в доме покойного; === ~ιά στόν άρρωστο ώσπου νά βγεί η ψυχή του — погов. [phrase]терпи казак - атаманом будешь[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утешение? — παρηγόρια как на (ново)греческом будет слово ночёвка в доме покойного? — παρηγόρια как с (ново)греческого переводится слово παρηγόρια? — утешение, ночёвка в доме покойного — προσκεφάλι — στοιχειώδης — δυσαρμονικός — περιχαράκωμα — πιπεροδοχείο — εισείλκυσα — πηγεμός — τριακονταπλούς — αλευρέμπορος — θερμότητα — σαρδανάπαλλος — αλλοίωση — λογοδιάρροια — κολακευτικός — ντουλάπι — βλήχημα — θειαφιστήρι — επήχθην — μαρρόνι — αποκλειστικός — τηλέτυπο |
|||