|
1) грудь; 2) грудная кость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грудь? — στέρνο как на (ново)греческом будет слово грудная кость? — στέρνο как с (ново)греческого переводится слово στέρνο? — грудь, грудная кость — φροξυλιά — ναζιστικά — πρεσβευτικός — κολλεκτιβιστικός — αναθεματισμένος — ιταλομαθής — σκώπτης — ετράφην — κατανάλωση — μελισσοβούϊσμα — δικαστίνα — σταυροδοτώ — σκίμπους — μάζω — συνοστεούμαι — άυλος — βλαχοχώρι — πολυβολισμός — ταυτοποίηση — ηπιότητα — ψυχοβιολογισμός |
|||